- ἀσπιδοπηγεῖον
- ἀσπιδοπηγεῖονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασπιδοπηγείον — ἀσπιδοπηγεῑον, το (Α) [ασπιδοπηγός] το εργαστήριο κατασκευής ασπίδων … Dictionary of Greek
ἀσπιδοπηγείοις — ἀσπιδοπηγεί̱οις , ἀσπιδοπηγεῖον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπιδοπηγείου — ἀσπιδοπηγεί̱ου , ἀσπιδοπηγεῖον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)